σωμάτωση

σωμάτωση
η / σωμάτωσις -ώσεως, ΝΜΑ [σωματοῡμαι]
1. σωματοποίηση
2. ενσωμάτωση
3. (για τον Χριστό) ενσάρκωση
αρχ.
1. διάπλαση, διαμόρφωση τού σώματος
2. στερεοποίηση, πήξη («ἡ δὲ σωμάτωσις ἐκκρινομένου τοῡ ὕδατος», Θεόφρ.)
3. η ύλη, η ουσία από την οποία αποτελείται ένα σώμα
4. μαθημ. η πρόσκτηση τρίτης διάστασης, μετατροπή σε στερεό σώμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”